- σαπουνοποιία
- η, Νβλ. σαπωνοποιία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σαπωνοποιία — και σαπουνοποιία, η, Ν [σαπωνοποιός / σαπουνοποιός] 1. το σύνολο τών σαπωνοποιείων 2. η τέχνη και το επάγγελμα τού σαπωνοποιού 3. εργοστάσιο παραγωγής σαπουνιών … Dictionary of Greek